ανακαούρα

ανακαούρα
ανακαούρα, η και ανακαΐλα, η και ανάκαψη, η
δυσάρεστο αίσθημα στο φάρυγγα: Από το πρωί σήμερα έχω ανακαούρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανακαούρα — η αίσθημα φλογώσεως στον λάρυγγα, που οφείλεται σε πάθηση τού στομάχου ή σε πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καούρα] …   Dictionary of Greek

  • ανάκαψη — η κάψιμο στον λαιμό, ανακαούρα, ανακαψίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κάψη < καίω] …   Dictionary of Greek

  • ανακαψίλα — η ανακαΐλα, ανακαούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καψίλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”